πορθμεύς
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
-έως, Ion. ῆος, ὁ,
A ferryman, Od.20.187, Aeschin.3.158, SIG633.104(Milet., ii B.C.), BGU1188.11 (i B.C.), etc.; πορθμεὺς νεκύων, of Charon, E.Alc.253 (lyr.), cf. Call.Fr.440.
2 generally, boatman, seaman, esp. as one of the crew of a passenger-ship, Hdt. 1.24, Ar.Ec.1086, Theoc.1.57.
3 metaph., conveyer, 'purveyor', τῶν καθ' ἡμέραν λεγομένων Lib.Or.18.15.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, der die Reisenden über ein Wasser Fahrende, der Fährmann; Od. 20, 187; νεκύων, Eur. Alc. 254; Ar. Eccl. 1086; Her. 1, 24; übh. der Schiffer, Seefahrer, Theocr. 1, 57 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
nocher qui fait passer l'eau.
Étymologie: πορθμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορθμεύς -έως, ὁ [πορθμεύω] veerman:; νεκύων πορθμεύς veerman van de doden Eur. Alc. 253; uitbr. zeeman. Hdt. 1.24.3.
Russian (Dvoretsky)
πορθμεύς: έως ὁ
1 перевозчик Hom., Aeschin.: π. νεκύων Eur. = Χάρων;
2 лодочник, корабельщик Her., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ διαπορθμεύων, ὁ διὰ πορθμοῦ, δηλ. στενοῦ πόρου θαλάσσης ἢ ποταμοῦ διαπορθμεύων ἀνθρώπους ἢ ψυχὰς εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Λατ. portitor, Ὀδ. Υ. 187, Αἰσχίν. 76. 10, κτλ.· π. νεκύων, ἐπὶ τοῦ Χάρωνος, Εὐρ. Ἄλκ. 252. 2) καθόλου, λεμβοῦχος, ναύτης, εἷς τοῦ πληρώματος πλοίου μεταγωγικοῦ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 24, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1086, Θεόκρ. 1. 57.
English (Autenrieth)
ῆος (πόρος): ferryman, pl., Od. 20.187†.
Greek Monolingual
-έως, ΜΑ, ιων. γεν. -ῆος, ὁ Α
βλ. πορθμέας.
Greek Monotonic
πορθμεύς: -έως, Ιων. -ῆος, ὁ,
1. πορθμέας, Λατ. portitor, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πορθμεὺς νεκύων, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ευρ.
2. γενικά, βαρκάρης, ναυτικός, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
Middle Liddell
πορθμεύς, έως,
1. ionic ῆος, ὁ, a ferryman, Lat. portitor, Od., etc.; π. νεκύων, of Charon, Eur.
2. generally, a boatman, seaman, Hdt., Theocr.
Translations
ferryman
Chinese Mandarin: 渡船夫; Dutch: veerman; Finnish: lautturi; French: batelier; German: Fährmann, Ferge; Greek: πορθμέας, βαρκάρης; Ancient Greek: πορθμεύς; Hebrew: מַעְבּוֹרַאי; Hungarian: révész; Icelandic: ferjumaður; Italian: traghettatore; Macedonian: скелеџија; Portuguese: balseiro; Romanian: luntraș, barcagiu; Russian: паромщик; Serbo-Croatian Cyrillic: скелеђија, скелеџија; Roman: skeleđija, skelédžija; Spanish: barquero, balsero; Volapük: lovenafan, hilovenafan, jilovenafan