κάναδοι

Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

English (LSJ)

σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.