κάναδοι
English (LSJ)
σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.
Greek (Liddell-Scott)
κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.
κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.