κάναδοι

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάναδοι Medium diacritics: κάναδοι Low diacritics: κάναδοι Capitals: ΚΑΝΑΔΟΙ
Transliteration A: kánadoi Transliteration B: kanadoi Transliteration C: kanadoi Beta Code: ka/nadoi

English (LSJ)

σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.

Greek (Liddell-Scott)

κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: σιαγόνες, γνάθοι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.X, PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: S. on γνάθος; further Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18; Krahe IF 60, 297 (Illyrian). (In DELG s.v. γνάθος.)
See also: .

Frisk Etymology German

κάναδοι: {kánadoi}
Meaning: σιαγόνες, γνάθοι H.
Etymology: S. zu γνάθος; dazu noch Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 18, Krahe IF 60, 297 (illyrisch).
Page 1,776