πανεπίθυμος
German (Pape)
[Seite 459] Alles begehrend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεπίθῡμος: -ον, πάνυ πλεονέκτης, τῶν πάντων ἐπιθυμῶν, Πολέμων Φυσιογν. σ. 245.
[Seite 459] Alles begehrend, Sp.
πᾰνεπίθῡμος: -ον, πάνυ πλεονέκτης, τῶν πάντων ἐπιθυμῶν, Πολέμων Φυσιογν. σ. 245.