πανεπίθυμος Search Google

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 459] Alles begehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνεπίθῡμος: -ον, πάνυ πλεονέκτης, τῶν πάντων ἐπιθυμῶν, Πολέμων Φυσιογν. σ. 245.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, ο υπερβολικά πλεονέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἐπιθυμῶ (πρβλ. κακεπίθυμος)].