ενος, ὁ, ἡ,
A without neck or throat, Emp.57.
[Seite 212] ohne Hals, Empedocl. 219.
ἀναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἄνευ αὐχένος ἢ λαιμοῦ, ᾗ πολλῶν μὲν κόρσαι ἀναύχενες ἀβλάστησαν Ἐμπεδοκλῆς παρ’ Ἀριστ. π. Ψυχ. Γ. 6.