θύωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is burnt as incense: pl., spices, Heraclit.67, Semon.16, Hdt.2.40,86, Luc.Syr.D.20.
German (Pape)
[Seite 1229] τό, Räucherwerk, Specerei, Her. 2, 40. 86. 3, 113, im plur.; Luc. de dea Syr. 20. 46.
Greek (Liddell-Scott)
θύωμα: τό, (θυόω) τὸ καιόμενον ὡς θυμίαμα˙ ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.