πλόκιμος
English (LSJ)
ον,
A for plaiting, κάλαμος Thphr.HP4.11.1.
German (Pape)
[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.
ον,
A for plaiting, κάλαμος Thphr.HP4.11.1.
[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.
πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.