πλόκιμος

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλόκῐμος Medium diacritics: πλόκιμος Low diacritics: πλόκιμος Capitals: ΠΛΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: plókimos Transliteration B: plokimos Transliteration C: plokimos Beta Code: plo/kimos

English (LSJ)

πλόκιμον, for plaiting, κάλαμος Thphr. HP 4.11.1.

German (Pape)

[Seite 637] zum Flechten gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πλόκιμος: -ον, ὁ κατάλληλος πρὸς πλέξιμον, κάλαμος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατάλληλος για πλέξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλόκος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόχιμος, φρόνιμος)].