ές,
A = ἐλαιώδης, Aret.SA2.6; ἴχωρ Aët.13.23.
[Seite 788] ές, olivenartig, Sp.
ἐλαιοειδής: -ές, = ἐλαιώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.