ἐλαιοειδής
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ἐλαιοειδές, = ἐλαιώδης, Aret.SA2.6; ἴχωρ Aët.13.23.
Spanish (DGE)
-ές
parecido al aceite por su aspecto o consistencia τὰ δὲ ἐμεύμενα ... ἐλαιοειδέα Aret.SA 2.6.5, ἰχώρ Aët.13.23.
German (Pape)
[Seite 788] ές, olivenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοειδής: -ές, = ἐλαιώδης, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 6.
Greek Monolingual
-ές (Α ἐλαιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λάδι ή με ελιά (το δέντρο ή τον καρπό)
νεοελλ.
βοτ. τα ελαιοειδή
οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών.