παρθενώδης

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ες,

   A maiden-like, St.Byz. s.v. Παρθένιος.

German (Pape)

[Seite 522] ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρθένιος.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς παρθένον, παρθενικός, Στέφ. Β. ἐν λ. Παρθένιος.