σεληνόβλητος

Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

English (LSJ)

ον,

   A moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.

German (Pape)

[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.