σαπρόφιλος
German (Pape)
[Seite 862] häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρόφῐλος: -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.