σαπρόφιλος
German (Pape)
[Seite 862] häßliche Gegenstände liebend, Augustin. de musica 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρόφῐλος: -ον, (σαπρὸς ΙΙΙ) ὁ ἀγαπῶν τοὺς ψευδεῖς καὶ πλημμελεῖς φθόγγους, τὰς κακοφωνίας, Ἀρχ. Μουσ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 325.
Greek Monolingual
-η, -ο / σαπρόφιλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηρισμός οργανισμού που αναπτύσσεται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση και από τις οποίες αντλεί τις θρεπτικές του ουσίες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαπρόφιλα
ζωολ. οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες οι οποίες βρίσκονται σε αποσύνθεση
μσν.-αρχ.
αυτός που του αρέσουν οι ψευδείς και πλημμελείς φθόγγοι, οι κακοφωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -φιλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος, χρηστό-φιλος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. saprophile].