θαλλίον
English (LSJ)
τό, in pl.,
A presents (cf. θαλλός 111), POxy.1481.7 (ii A.D.): pl. written θάλεια, Wilcken Chr.323.20 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
θαλλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θαλλός, μικρὸς βλαστὸς ἐλαίας ἢ φοίνικος, Ἀποφθ. Πατέρ. 93C, 253C. 2) = «ζεμπίλι», θαλλὶν (ἀντὶ θαλλίον) σίτου Ἀποφθ. Πατέρ. 92Β.