θαλλός
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ὁ, (θάλλω)
A young shoot, young branch, Od.17.224, S.El. 422, Theoc.4.45, etc.: generally, branch, Gp.11.10.3; especially of the olive (cf. Tim.Lex. s.v. θαλλός), ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Hdt.7.19; ἐλαίας θ. E.IT1101 (lyr.); and freq. without ἐλαίας, A.Ch.1035, S. OC474, etc.; ἱκτὴρ θ. E.Supp.10, cf. A.Ch.1035; θ. χρυσοῦς IG12.287.200; στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνῳ as a mark of distinction, Aeschin. 3.187, cf. IG22.207, 229, Phld.Ind.Sto.68, etc.; στέφανος θαλλοῦ χρυσοῦς IG22.1388.33; στέφανος τὸ νικητήριον θαλλοῦ Pl.Lg.943c; prov., θαλλὸν προσείοντες ἄγουσι they entice, as one does cattle, by holding out a green bough, Id.Phdr.23od; θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Luc. Herm.68, cf. Lib.Ep.212.3.
II θαλλοί, οἱ, palm-leaves, which were plaited into baskets, Gp.10.6.2.
III gift (prob. at first a branch, later in other forms) given to a landlord by one whose bid for a lease was accepted, UPZ112 iii 15 (ii B.C.); repeated annually, θαλλῶν κατ' ἔτος ἄρτων ἡμιαρταβίου καὶ ἀλέκτορος PRyl.167.16 (i A.D.), etc.; esp. at festivals, PAmh.2.93.11 (ii A.D.); gratuity additional to wages, PCair.Preis.31.21 (ii A.D.); any gift given annually at a festival, Ps.-Callisth.1.32.
German (Pape)
[Seite 1184] ὁ, junger Zweig, Schößling, Sprößling; Od. 17, 224; Aesch. Ch. 1031; βλαστεῖν θαλλόν Soph. El. 414; Ant. 1187; bes. ἐλαίας, der Oelzweig, O. C. 475, den die Schutzflehenden in den Händen hielten; ἱκτήρ Eur. suppl. 10; ἱερὸν γλαυκᾶς ἐλαίας θ. I. T 1101; θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες, d. i. anlocken, wie eine Ziege durch ein vorgehaltenes Reis, Plat. Phaedr. 230 d; Oelzweig als Siegeszeichen, στέφανον δὲ τὸ νικητήριον εἶναι ἑκάστοις θαλλοῦ Legg. XII, 943 c; vgl. Aesch. 3, 187 u. Ath. VII, 276 b XII, 535 c; Pol. 3, 52, 3 sagt θαλλοὶ καὶ στέφανοι σχεδὸν πᾶσι τοῖς βαρβάροις εἰσὶ συνθῆκαι φιλίας.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jeune pousse, jeune branche ; abs. branche d'olivier, particul. branche d'olivier que portaient les suppliants et dont on se servait pour brûler les morts.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. θάλλω.
Syn. εἰρεσιώνη, ἱκετηρία.
Russian (Dvoretsky)
θαλλός: ὁ
1 отпрыск, побег, молодая ветка (ἐλαίας Her., Eur.): ἐν νεοσπάσι θαλλοῖς συγκαταίθειν Soph. сжигать на костре из свежесорванных ветвей;
2 собир. ветви, хворост или листва: θαλλὸν ἐρίφοισι φορῆναι Hom. носить козлятам ветки;
3 масличная ветвь (часто символ мольбы о защите): ἱκτὴρ θ. Eur. масличная ветвь мольбы; θαλλοῦ στέφανος Aeschin. масличный венок; θαλλὸν προσείειν τινι погов. Plat. помахивать перед кем-л. масличной ветвью, т. е. соблазнять кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
θαλλός: ὁ, (θάλλω) νέος τρυφερὸς κλάδος, βλαστός, Ὀδ. Ρ. 224, Σοφ. Ἠλ. 422, κτλ.· - ἐπὶ τοῦ κλάδου ἐλαίας, ὃν ἔφερον οἱ ἱκέται, ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ Ἡρόδ. 7. 19· ἐλαίας θ. Εὐρ. Ι. Τ. 1101· καὶ συχνάκις ἄνευ τοῦ ἐλαίας, Αἰσχύλ. Χο. 1035, Σοφ. Ο. Κ. 474, Εὐρ., κτλ.· ἱκτὴρ θ. Εὐρ. Ἱκέτ. 10, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 43· ὡσαύτως, θαλλοῦ στέφανος, ὁ ἐν ἐλαίας στέφανος, ὃν ἔφερον κατὰ τὰς ἑορτάς, Αἰσχίν. 80. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 943C· στεφανοῦν τινα θαλλῷ αὐτόθι 946Β· στεφανῶσαί τινα θαλλοῦ στεφάνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 101. 8., 102. 18, 109 κ. ἀλλ.· - παροιμ., θαλλὸν προσείω τινί, προσελκύω τινά, ὅπως προσελκύει τις αἶγα ἢ ἄλλα θρέμματα προδεικνύων θαλλόν, Πλάτ. Φαίδρ. 230D· θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν Λουκ. Ἑρμοτ. 68. ΙΙ. θαλλοί, οἱ, φύλλα φοίνικος, Γεωπ. 10. 6.
English (Autenrieth)
collectively, twigs for fodder, Od. 17.224†.
Greek Monolingual
ο (AM θαλλός) θάλλω
τρυφερό κλαδί φυτού, βλαστάρι («ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
βοτ. το φυτικό σώμα τών φυκών, τών μυκήτων και άλλων κατώτερων οργανισμών που κατατάσσονταν μέχρι προ τινος στην ομάδα θαλλόφυτα
(μσν. αρχ.) στον πληθ. οἱ θαλλοί
φύλλα φοινικιάς·
Greek Monotonic
θαλλός: ὁ (θάλλω), νέο τρυφερό κλαδί, βλαστάρι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., κ.λπ.· λέγεται για το νεαρό κλαδί ελιάς το οποίο κρατούσαν οι ικέτες, σε Ηρόδ., Τραγ.· ἱκτὴρθαλλοῦ, σε Ευρ.· επίσης, θαλλοῦ στέφανος, το στεφάνι από ελιά που φορούσαν στις γιορτές, σε Αισχίν.
Middle Liddell
θαλλός, ὁ, θάλλω
a young shoot, young branch, Od., Soph., etc.:—of the young olive-shoot carried by suppliants, Hdt., Trag.; ἱκτὴρ θ. Eur.; also, θαλλοῦ στέφανος the olive- wreath worn at festivals, Aeschin.
English (Woodhouse)
bough of olive carried by suppliants, olive branch, suppliant bough of olive, suppliant branch of olive
Mantoulidis Etymological
(=βλαστάρι, κλωνάρι). Ἀπό τό θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.