ἁμάσυκον
English (LSJ)
τό, with or without μῆλον,
A fruit-tree flowering at the same time as the fig, Paus.Gr.Fr.42.
German (Pape)
[Seite 117] τό, μῆλον, ein feigenähnlicher Apfel; nach Pausan. bei Eust. ἅμα σύκῳ ἀνθοῦν. – Auch ἁμασυκάδες, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμάσῡκον: τό, μετὰ ἢ ἄνευ τῆς λέξεως μῆλον, καρπὸς ὅμοιος τῷ σύκῳ ἢ ὡριμάζων κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Παυσ. παρ’ Εὐστ. πρβλ. ἁμάμηλις.