δημιούργημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.; δ. χειρῶν D.H.Comp.1; τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr.175; θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.
German (Pape)
[Seite 562] τό, die Arbeit; χειρῶν Dion. Hal. C. V. init.; Ath. XI, 497 b u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημιούργημα: τό, ἔργον τέχνης, κατασκεύασμα, οὐ τύχης οὐδ’ ἀνθρώπων δ., ἐπὶ τοῦ σύμπαντος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 279. 20· δ. χειρῶν Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 1.