ἐμπολίτευσις
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολίτευσις: -εως, ἡ τὸ ἀνήκειν τινὰ εἰς πολιτείαν, ἔχειν πολιτικὰ δικαιώματα, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 436, ἔκδ. Μί.
ἐμπολίτευσις: -εως, ἡ τὸ ἀνήκειν τινὰ εἰς πολιτείαν, ἔχειν πολιτικὰ δικαιώματα, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 436, ἔκδ. Μί.