ἐμπολίτευσις

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολίτευσις: -εως, ἡ τὸ ἀνήκειν τινὰ εἰς πολιτείαν, ἔχειν πολιτικὰ δικαιώματα, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 436, ἔκδ. Μί.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
residencia, estancia de Cristo en la tierra ἡ ἀναστροφὴ καὶ ἐ. ἡ ἐν κόσμῳ Basil.H.Myst.60.