διασπορά

Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (διασπείρω)

   A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426.    2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.