ον, ψωλός
A only at the end, Suid. s.v. ψωλός.
[Seite 85] nach Schol. Ar. Equ. 960 = ἐπὶ βραχὺ ψωλός.
ἀκρόψωλος: «ὁ ἐπὶ βραχὺ λειπόδερμος, ἢ ὁ ἀσχήμων κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 959 (960).