ἡ, (
A ἀειδής 2) deformity, J.BJ7.5.5.
ἀειδία: ἡ (ἀειδής ΙΙΙ) = ἀμορφία, δυσμορφία· Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 5. 5.