ἀδιάγλυπτος
English (LSJ)
ον,
A not to be cut through, AB344.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγλυπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κόψῃ διὰ μέσου, «ἣν οὐκ ἔστι διαγλύψαι καὶ διελθεῖν», Α. Β. 344.
ον,
A not to be cut through, AB344.
ἀδιάγλυπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κόψῃ διὰ μέσου, «ἣν οὐκ ἔστι διαγλύψαι καὶ διελθεῖν», Α. Β. 344.