ἀδιάγλυπτος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἀδιάγλυπτον, not to be cut through, AB344.
Spanish (DGE)
-ον
infranqueable, inevitable εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον, ἀδιάγλυπτον Nicoch.21, cf. Phot.α 356.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγλυπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κόψῃ διὰ μέσου, «ἣν οὐκ ἔστι διαγλύψαι καὶ διελθεῖν», Α. Β. 344.