ές,
A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).
[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.
λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.