ή, όν,
A fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.
[Seite 135] zum Theilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.
μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.