Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριστικός

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστικός Medium diacritics: μεριστικός Low diacritics: μεριστικός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meristikós Transliteration B: meristikos Transliteration C: meristikos Beta Code: meristiko/s

English (LSJ)

μεριστική, μεριστικόν, fit for dividing, gloss on μερόεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 135] zum Teilen gehörig, geschickt, geneigt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ μερίζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μερόεν.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεριστικός, -ή, -όν) μεριστός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερισμό
2. ο ικανός να διαιρεί, να μοιράζει.