ἀνάδεσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22. 2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.
German (Pape)
[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.