A = νησίζω 1, Str.1.3.18, Ph.1.622; ἄκρα νησιάζουσα peninsular, Stad.202.
νησιάζω: νησίζω, Στράβ. 58 (ἀλλὰ νησίζω, 59), 232: - ὡσαύτως, νησεύομαι, Ἐτυμολ. Μέγ. 25. 48.