μένανδρος

Revision as of 10:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ον,

   A awaiting a man, παρθένος Dionys. Trag.12.

German (Pape)

[Seite 132] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μένανδρος: ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ Διονύσιον τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.