πολύοψος
English (LSJ)
ον,
A abounding in fish, λίμνη Str.12.3.38. 2 luxurious, δεῖπνον Luc.Gall. 11.
German (Pape)
[Seite 668] reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.
Greek (Liddell-Scott)
πολύοψος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, λίμνη Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, πολυτελής, δεῖπνον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.