ἀπεσκληρυμμένως
English (LSJ)
Adv., (ἀποσκληρύνω) , ἀ. ἔχων,ἀπεσκληκώς, AB422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεσκληρυμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀποσκληρύνω = τῷ προηγ., Α. Β. 422.
Adv., (ἀποσκληρύνω) , ἀ. ἔχων,ἀπεσκληκώς, AB422.
ἀπεσκληρυμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀποσκληρύνω = τῷ προηγ., Α. Β. 422.