ἀείκαρπος
English (LSJ)
ον,
A ever fruitbearing, Thphr.CP1.22.4.
German (Pape)
[Seite 39] stets Früchte tragend (?).
Greek (Liddell-Scott)
ἀείκαρπος: -ον, ὁ πάντοτε καρποφόρος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 22, 4.
ον,
A ever fruitbearing, Thphr.CP1.22.4.
[Seite 39] stets Früchte tragend (?).
ἀείκαρπος: -ον, ὁ πάντοτε καρποφόρος, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 22, 4.