χλεύασμα

Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A mockery, LXX Jb.12.4, Sch.B Il.14.459.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, Spott, schnöde Behandlung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χλεύασμα: τό, ἐμπαιγμός, περίγελως, ἡ μετὰ καταγέλωτος γινομένη ὕβρις (Σουΐδ.), Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 459, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΒ΄, 4).