ατος, τό, (ἐνδέω A)
A thing bound on, Gloss.: pl., amulets, Dsc. Eup.2.136.
[Seite 832] τό, das Angebundene, Halsband, Diosc.
ἔνδεμα: τό, (ἐνδέω) = ἔνδεσμα, Διοσκ. π. Εὐπορ. 2. 132, Γλωσσ.