ἀσυννεφής
English (LSJ)
ές,
A unclouded, Sch.Pi.O.1.16; not bringing clouds, ἄνεμοι Thphr.Vent.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυννεφής: -ές, ὁ μὴ συννεφής, «ἀσυννέφιαστος», Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1, 16.
ές,
A unclouded, Sch.Pi.O.1.16; not bringing clouds, ἄνεμοι Thphr.Vent.11.
ἀσυννεφής: -ές, ὁ μὴ συννεφής, «ἀσυννέφιαστος», Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1, 16.