δικτυεία

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

or δικτῠ-ΐα, ἡ,

   A net-fishing, Ael.NA12.43.

German (Pape)

[Seite 630] auch δικτυΐα geschrieben, ἡ, Netzfischerei, Ael. H. A. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυεία: ἢ -υΐα, ἡ, ἡ διὰ δικτύου ἁλιεία, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43.