δικτυεία
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
or δικτυΐα, ἡ, net-fishing, Ael.NA12.43.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
pesca con red δ. καὶ κόντωσις καὶ κυρτεία καὶ ἀγκιστρεία Ael.NA 12.43.
German (Pape)
[Seite 630] auch δικτυΐα geschrieben, ἡ, Netzfischerei, Ael. H. A. 12, 43.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche au filet.
Étymologie: δικτυεύς.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυεία: ἢ -υΐα, ἡ, ἡ διὰ δικτύου ἁλιεία, Αἰλ. π. Ζ. 12. 43.