σημειωτός

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.

German (Pape)

[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.