διαπαρατηρέομαι
English (LSJ)
A lie in wait for continually, τινά LXX 2 Ki.3.30.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρατηρέομαι: ἀποθ., ἐνεδρεύω, τινα Ἑβδ. (2 Βασιλ. γ', 30).
A lie in wait for continually, τινά LXX 2 Ki.3.30.
διαπαρατηρέομαι: ἀποθ., ἐνεδρεύω, τινα Ἑβδ. (2 Βασιλ. γ', 30).