ἐνεδρεύω

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεδρεύω Medium diacritics: ἐνεδρεύω Low diacritics: ενεδρεύω Capitals: ΕΝΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: enedreúō Transliteration B: enedreuō Transliteration C: enedreyo Beta Code: e)nedreu/w

English (LSJ)

impf.
A ἐνήδρευον X.Cyr.1.6.39: fut. ἐνεδρεύσω Plu.Ant.63: aor. ἐνήδρευσα Th.4.67, X.An.4.1.22, etc.:—Med., fut. -σομαι (in pass. sense) Id.HG7.2.18:—Pass., aor. ἐνηδρεύθην D.28.2: pf. ἐνήδρευμαι Luc.Cal.23: (ἐνέδρα):—lie in wait for, lay snares for, τινά D.40.10, Men.Kol.44: Pass., to be caught in an ambush, to be ensnared, of animals, X.Mem.2.1.5; μέλιτι Porph. Antr.16; of persons to whom poison has been given, Phylarch.10 J.: metaph., ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι Lys.1.49; εἰ.. μὴ τῷ χρόνῳ ἐνηδρεύθημεν if we had not been deceived by time, D.28.2.
2 abs., lay or set an ambush, ἐς τὸ Ἐνυάλιον Th.4.67, cf. X.An.1.6.2, 4.1.22,etc.
II place in ambush, πεζούς App.BC2.76, v.l. in J.AJ5.8.11:—Med., abs., set an ambush, X.HG4.4.15:—Pass., metaph., οἱ ἐνηδρευμένοι τῇ δημηγορίᾳ λόγοι Hld.10.17.
III hinder, obstruct, τινάς POxy.1773.33 (iii A.D.); διάπρασιν PGiss.105.24 (v A.D.):—Pass., PAmh.2.143.9 (iv A.D.).

Spanish (DGE)

A intr.
1 apostarse en emboscada, emboscarse ἐπεὶ γὰρ ἡμῖν πράγματα παρεῖχον, ἐνηδρεύσαμεν X.An.4.1.22, cf. 1.6.2, D.H.1.80, αὐτὸς δὲ ἐνήδρευες, ὥστε ὁρᾶν μὲν αὐτάς (ὄρνιθας) X.Cyr.1.6.39, αὐτὸς μετά τινων ἐνήδρευεν Polyaen.5.39, τοῖς ... ληστηρίοις τοῖς ἐπὶ χρόνον ἐνεδρεύσασι ἀδικῆσαι τὴν συνοδίαν a los bandidos que se habían emboscado hace tiempo para causar daño a la caravana, IEOG 92.16 (Palmira II d.C.), οἱ ἐνεδρεύοντες Plb.3.105.1, 8.18.5, ἐνεδρεύσαντες δὲ αὐτὸν νύκτ<ω>ρ ἐδολοφόνησαν IPE 12.34.19 (Olbia I a.C.), cf. Plu.Ant.63, c. compl. de dirección ἐνήδρευσαν ἐς τὸ Ἐνυάλιον Th.4.67
en v. med. mismo sent. εἰς Φλειοῦντα ἐμβαλὼν καὶ ἐνεδρευσάμενος X.HG 4.4.15.
2 ref. lengua intrigar, lanzar insidias, decir mentiras τῇ γλώσσῃ σου μὴ ἐνέδρευε LXX Si.5.14, ἐν μὲν τοῖς συλλόγοις καὶ ταῖς ὁμιλίαις ἐνεδρεύειν Plb.18.3.2, τοιοῦτος ἄνθρωπος ... ἐνεδρεύει καὶ θηρεύεται τὴν δόξαν ἐπὶ ἀπάτῃ Iambl.Protr.20 (p.123)
en v. med. mismo sent. οἱ ἀπὸ τῶν ἀγρῶν ἐνηδρευμένοι los campesinos que andan intrigando App.BC 1.30, ἡ ἐπιτυχία τῶν ἐνηδρευμένων τῇ δημηγορίᾳ λόγων el fracaso de las mentirosas palabras de su discurso Hld.10.17.1
en v. pas. ser objeto de insidias παντὶ τρόπῳ ὁ ἄθλιος ἐνηδρευμένος Luc.Cal.23.
B tr.
I en cont. milit. o venatorio
1 c. ac. de obj. externo tender una emboscada a ἐνεδρεύσαντες αὐτοὺς πλανωμένους D.S.18.20, τοὺς γεωργούς D.S.5.46
en v. med.-pas. ser atraído a una emboscada, sufrir una emboscada οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι ἐνεδρεύσοιντο ὑπὸ τῶν πολεμίων X.HG 7.2.18, ἵνα μὴ ... ἀπολλύωνται ... ἐνεδρευόμενοί τε ὑπὸ τῶν πολεμίων Aen.Tact.15.2, στρατηγὸς δόλῳ ἐνεδρευθείς Plb.8.1a.1, τὸν μὲν Τυδέα ἐνεδρευθέντα κατὰ τὴν ὁδὸν ὑπὸ Ἐτεοκλέους D.S.4.65.
2 c. ac. de obj. int. apostar en emboscada ἐνήδρευσαν ἐπὶ Σικιμα τέσσαρας ἀρχάς apostó junto a Siquem cuatro unidades de ejército, LXX Id.9.34, ἐνήδρευσε τῶν στρατιωτῶν ἔνδον τινάς I.AI 5.309, τρισχιλίους εὐτολμοτάτους πεζοὺς ἐνήδρευσεν App.BC 2.76, en v. pas. οἱ ἐνεδρευθέντες ἄνδρες Aen.Tact.4.9.
3 c. ac. de lugar cubrir de emboscadas en v. pas. αἱ ἐνεδρευόμεναι ὁδοί Aen.Tact.24.11
fig. (ὁ διάβολος) ἐνεδρεύων τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης Hippol.Fr.in Gen.35.
4 c. ac. de anim. poner trampas a, estar al acecho de αἴλουρος ὄρνεις ... ἐνεδρεύων Babr.17.1, en v. pas. πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μὴ ἐνεδρεύεσθαι para estar segura de no ser víctima de una trampa de un águila, Arist.HA 619b4.
II gener.
1 tender asechanzas, asechar μέλλων ἐνεδρεύειν ἐν τῷ ἱερῷ Ctes.17, ὁ ἡδὺς ἐνεδρεύει Ph.2.543, ἀλλότρια πρόσωπα ἐνεδρεύοντας Vett.Val.389.1, ἐν ἀσελήνῳ νυκτί φησιν αὐτοὺς ἐνεδρεύειν Origenes M.12.1197B, ἐχθρὸς δὲ ὢν ἐνεδρεύει Eus.M.23.128C, en v. pas. ὑπὸ τῶν νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι Lys.1.49, cf. X.Mem.2.1.5, ὁ Κρόνος μέλιτι ὑπὸ Διὸς ἐνεδρεύεται Porph.Antr.16
esp. en aor. tender una trampa ἐνεδρεύσασα τὸν πατέρα μου D.40.10, ὁ δὲ τὸν πάλαι τηροῦντ' ἐνεδρεύσας πάντ' ἔχει el otro se queda con todo tras tender una trampa al que lleva tiempo atesorándolo Men.Col.45
en aor. pas. caer en la trampa οἱ εἰς τοῦτο ἐνεδρευθέντες los que han caído en la trampa de éste (un veneno mortal), Phylarch.10, τοὺς δὲ καὶ πρὸς βίαν ἐκαθάραμεν, εἰ μὴ ἐνεδρευθεῖεν en un tratamiento médico, Archig. en Orib.8.2.33, αὐτὸν ... πρὸς τῶν ἀγωνιστῶν ἐνεδρευθέντα ... ἀπολέσθαι Apollod.3.15.7, cf. Eun.VS 495, ὅσοι ποτὲ ἐζήτησαν τὸ ἀληθὲς ... ἐνηδρεύθησαν los que entonces buscaron la verdad, quedaron atrapados en el engaño, Hom.Clem.2.7, c. ac. de rel. εἰ ... μὴ ... τοῦτ' ἐνηδρεύθημεν si no hemos caído en esa trampa D.28.2
c. inf. inducir con engaños a μικροῦ με ἐνήδρευσας ἔργον ἀσεβὲς ἐργάσασθαι Charito 4.3.6.
2 fig. confundir, ofuscar en v. pas. ἐνύβριζον ὡς ὑπὸ ἀνοίας ἐνηδρευμένοι App.Pun.81.
3 entorpecer, obstaculizar con ánimo de retrasar o impedir la realización de algo τὴν βάσιν Hld.10.30.3, τὴν ἀπαίτησιν τοῦ δεσποτικοῦ οἴκου PAbinn.3.20 (IV d.C.), τὴν διάπρασιν PGiss.105.24 (V d.C.)
interceptar o extraviar intencionadamente, en v. pas. ὅπως μὴ ἐνετρευθῇ (sic) τὰ γράμματα PAmh.143.9 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 836] im Hinterhalt liegen u. auflauern, nachstellen, durch List zu fangen suchen, Xen. An. 1, 6, 2; τινά, Plut. Poplic. 22; Dem. 40, 10 ἐνεδρεύσασα τὸν πατέρα μου καὶ ἐξαπατήσασα ὅρκῳ; pass., τῷ χρόνω ἐνηδρεύθημεν 28, 2, wie Xen. Mem. 2, 1, 4 u. A. – Thuc. vbdt es mit εἰς, den Ort zu bezeichnen, wohin der Hinterhalt gelegt wird, 4, 67. – Med., einen Hinterhalt legen, Xen. Hell. 4, 4, 15; – in den Hinterhalt legen, App. B. C. 2, 76, wie a. Sp.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐνήδρευον, ao. ἐνήδρευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐνηδρεύθην, pf. ἐνηδρευμαι;
être ou se mettre en embuscade dans, avec εἰς et l'acc. ; ἐν. τινά tendre une embuscade à qqn ; Pass. être guetté ou pris au piège;
Moy. ἐνεδρεύομαι (ao. ἐνεδρευσάμην) tendre une embuscade, un piège.
Étymologie: ἐνέδρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεδρεύω:
1 (где-л.) устраивать засаду (ἐς τὸν Ἐνυάλιον Thuc., med. εἰς Φλιοῦντα Xen.): χωρίον κρεῖττον ἐνεδρεῦσαι Plut. место, более удобное для засад; ἐ. τινά Dem., Plut.; строить козни против кого-л.;
2 pass. (где-л.) попадать в засаду, перен. становиться жертвой козней: πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ μὴ ἐ. Arst. чтобы предохранить себя от засады; ἐ. ὑπό τινος Lys. и τινι Xen. попадать в ловушку из-за чего-л.; τῷ χρόνῳ ἐνεδρευθῆναί τι Dem. коварным образом быть лишенным достаточного времени для чего-л.; παντὶ τρόπῳ ἐνηδρευμένος Luc. будучи жертвой всяческих козней.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεδρεύω: παρατ. ἐνήδρευον, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 39: μέλλ. ἐνεδρεύσω, Πλούτ. Ἀντ. 63: ἀόρ. ἐνήδρευσα Θουκ. 4. 67, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 22, κτλ. - Μέσ. μέλλ. -σομαι (ἐπὶ παθ. σημασ.), Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 18. - Παθ., ἀόρ. ἐνηδρεύθην Δημ. 836. 13: πρκμ. ἐνήδρευμαι Λουκ. π. Διαβολ. 23 (ἐνέδρα). Ἐνεδρεύω, ὡς καὶ νῦν, κάθημαι εἰς ἐνέδραν, παραμονεύω τινὰ ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ αἰφνιδίως, ἔχω «καρτέρι», καὶ μεταφ., ἐπιβουλεύω, Λατ. insidiari, τινὰ Δημ. 1011. 3. - Παθ., ἐνεδρεύομαι, συλλαμβάνομαι δι’ ἐνέδρας, παγιδεύομαι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5· μεταφ., ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι Λυσ. 96. 13· εἰ... μὴ τῷ χρόνῳ ἐνηδρεύθημεν, ἂν δὲν ἠπατήθημεν ὑπὸ τοῦ χρόνου, Δημ. 836. 13. 2) ἀπολ., ποιοῦμαι ἐνέδραν, ἐνήδρευσαν ἐς τὸν Ἐνυάλιον (ἴσως διορθωτέον κατὰ Πόππ. καὶ Ἀρν. ἐς τὸ Ἐνυαλιεῖον (πρβλ. Λοβέκκ. εἰς Φρύν. σ. 370) ἢ παρὰ τὸ Ἐνυάλιον) Θουκ. 4. 67, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 6, 2., 4.1, 22, κτλ.· ἀλλ’ ἐν πολλοῖς χωρίοις εὐκόλως ἐξυπακούεται ἀντικείμενον. ΙΙ. τοποθετῶ εἰς ἐνέδραν, τρισχιλίους εὐτολμοτάτους πεζοὺς ἐνήδρευσεν Ἀππ. Ἐμφ. 2. 76, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 11. - Μέσ., ἀπολ., ποιοῦμαι ἐνέδραν, ἐμβαλὼν καὶ ἐνεδρευσάμενος Ξεν. Ἑλλην. 4. 4, 15.

English (Strong)

from ἐνέδρα; to lurk, i.e. (figuratively) plot assassination: lay wait for.

English (Thayer)

(ἔνεδρα); to lie in wait for, to lay wait for, prepare a trap for: τινα, a person, G omits ἐνεδρεύω αὐτόν, T omits αὐτόν); Thucydides, Xenophon, and following; the Sept..)

Greek Monolingual

(AM ἐνεδρεύω)
κρύβομαι κάπου για να επιτεθώ ξαφνικά, παραμονεύω («ἀδίκως δικαίους ἐνήδρευσαν», Μηναία)
αρχ.
1. έχω κακούς σκοπούς απέναντι σε κάποιον
2. παθ. εξαπατώμαι («ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι», Λυσ.)
3. τοποθετώ σε ενέδρα («τρισχιλίους εὐτολμοτάτους πεζοὺς ἐνήδρευσεν»)
4. εμποδίζω («ἵνα μὴ ἐνεδρεύσῃς τὴν διάπρασιν»).

Greek Monotonic

ἐνεδρεύω: παρατ. ἐνήδρευον, μέλ. ἐνεδρεύσω, αόρ. αʹ ἐνήδρευσα· στήνω ενέδρα, καρτέρι, παραμονεύω, παραφυλάω, Λατ. insidiari, τινά, σε Δημ.
1. Παθ., συλλαμβάνομαι σε μία ενέδρα, παγιδεύομαι, σε Ξεν.
2. απόλ., στήνω ή οργανώνω ενέδρα, επιβουλεύομαι, σε Θουκ., Ξεν.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., βρίσκομαι σε ενέδρα, στον ίδ.

Middle Liddell

1. to lie in wait for, Lat. insidiari, τινά Dem.: —Pass. to be caught in an ambush, to be ensnared, Xen.
2. absol. to lay or set an ambush, Thuc., Xen.; so in Mid., Xen.:—Pass. to lie in ambush, Xen.

Chinese

原文音譯:™nedreÚw 恩-誒得留哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-安頓妥
字義溯源:潛伏,陰謀,藏躲,埋伏等待,埋伏,窺探;源自(ἐνέδρα)=埋伏);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
同源字:1) (ἐνέδρα)埋伏 2) (ἔνεδρον)伏兵
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 埋伏等待(1) 徒23:21;
2) 窺探著(1) 路11:54

Lexicon Thucydideum

subsidere in insidiis, to lie in ambush, 4.67.2.