ές,
A = λιμνώδης. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.48.
[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.
λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.