λιμνοειδής

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοειδής Medium diacritics: λιμνοειδής Low diacritics: λιμνοειδής Capitals: ΛΙΜΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: limnoeidḗs Transliteration B: limnoeidēs Transliteration C: limnoeidis Beta Code: limnoeidh/s

English (LSJ)

λιμνοειδές, = λιμνώδης. Adv. λιμνοειδῶς Eust.ad D.P.48.

German (Pape)

[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.

Greek Monolingual

-ές (Μ λιμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.
επίρρ...
λιμνοειδῶς (Μ)
με σχήμα λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].