A v. ἄμπωτις:—Adj. ἀναπωτικός, ή, όν, Eust.1719.44.
[Seite 204] ἡ, gebräuchlicher in der Form ἄμπωτις, s. ἄμπωσις, Pind. Ol. 9, 56.
ἀνάπωτις: ἴδε ἐν λ. ἄμπωτις: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.