παράλαμψις

Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shining spot on the cornea, prob. for παράληψις in Hp.Prorrh.2.20, cf. Gal.19.127.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, ein weißer Fleck auf der Hornhaut des Auges, λεύκωμα, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παράλαμψις: ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ παράληψις) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538.