παράλαμψις
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
-εως, ἡ, shining spot on the cornea, prob. for παράληψις in Hp.Prorrh.2.20, cf. Gal.19.127.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, ein weißer Fleck auf der Hornhaut des Auges, λεύκωμα, Galen. aus Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράλαμψις: ἡ, σημεῖόν τι τοῦ κερατοειδοῦς λάμπον, ἐκ διορθώσεως ἐν Ἱππ. Προρρ. (ἀντὶ παράληψις) ἐκ τοῦ Λεξικ. τοῦ Γαλην. σ. 538.
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
σημείο του κερατοειδούς που λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λάμψις.
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. παράληψη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράλαμψις -εως, ἡ [παραλάμπω] geneesk. witte vlek op het hoornvlies, keratitis.