ψυχήν
A give up the ghost, A.R.1.280 (tm.).
[Seite 314] (s. ἵημι), entlassen; ψυχήν Ap. Rh. 1, 280, in tmesi, den Geist aufgeben.
ἀπομεθίημι: ψυχήν, παραδίδω τὸ πνεῦμα, ἐκπνέω, αὐτίκ’ ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 280, ἐν τμήσει.