ἀναλωτέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be spent, Pl.Lg.847e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱλωτέος: -α, -ον, ρημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναλίσκω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀναλώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 847Ε.
α, ον,
A to be spent, Pl.Lg.847e.
ἀνᾱλωτέος: -α, -ον, ρημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναλίσκω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀναλώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 847Ε.